- στένωμα
- το1. το σημείο όπου γίνεται κάτι στενό.2. ελάττωση του πλάτους κάποιου πράγματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στένωμα — narrow place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… … Dictionary of Greek
στενωμάτων — στένωμα narrow place neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενώμασι — στένωμα narrow place neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενώμασιν — στένωμα narrow place neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενώματα — στένωμα narrow place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενώματι — στένωμα narrow place neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՆԵՂՈՒՑ — (նեղուցի կամ նեղցի, ցաց.) NBH 2 0411 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 13c գ. ἱσθμός isthmus στενοπορία, ρον, στένωμα angustus meatus, vel locus. Նեղ անցք կամ ճանապարհ եւ տեղի. կիրճ. պարանոց ծովու. *Նեղուցն՝ որ կոչի սեփտէ: Անցեալ ընդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
καρδιοστένωμα — το στένωμα των στομίων της καρδιάς: Έχει καρδιοστένωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)